γαστρικό υγρό

γαστρικό υγρό
Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική οσμή, ειδικό βάρος 1,001-1,010 και μεγάλη οξύτητα (ΡΗ = 1-1,5). Περιέχει ένζυμα, τις πρωτεάσες πεψίνη (διασπά τις πρωτεΐνες σε πολυπεπτίδια) και ρενίνη (προκαλεί θρόμβωση της καζεΐνης του γάλακτος). Περιέχει επίσης υδροχλωρικό οξύ (ενεργοποιεί τα ένζυμα, διευκολύνει τη διάσπαση των πρωτεϊνών, ρυθμίζει τη βακτηριοκτόνο δράση του γ.υ. και διεγείρει την έκκριση γαστρικών ορμονών), βλέννα (προστατεύει τα τοιχώματα του στομαχιού από μηχανικά και χημικά ερεθίσματα) και μεταλλικές ουσίες με τη μορφή χλωριούχων αλάτων (Να, Κ, Ca) και λίγων φωσφορικών (Ca, Mg, Fe). Η έκκριση του γ.υ. γίνεται με δύο τρόπους: (α) η αντανακλαστική έκκριση οφείλεται σε χημικά και μηχανικά ερεθίσματα που δρουν πάνω στον γαστρικό βλεννογόνο, (β) η ψυχογενής έκκριση οφείλεται σε ψυχικά ερεθίσματα (οπτικά, οσφρητικά, ανάμνηση τροφών). Κάθε μέρα εκκρίνονται από έναν άνθρωπο πάνω από δύο λίτρα γ.υ. του οποίου η ποσότητα, η σύνθεση και οι ιδιότητες εξαρτώνται από τον τύπο της τροφής που υπάρχει στο στομάχι και επηρεάζονται σχεδόν πάντα από παθήσεις του στομαχιού, του εντέρου ή του ήπατος. γαστρική διάβρωση. Διάσπαση του εσωτερικού χιτώνα της μεμβράνης που επικαλύπτει το στομάχι. γαστρικό έλκος. Έλκος που εντοπίζεται στο στομάχι. Μπορεί να είναι καλοήθες ή να περιέχει καρκινικά κύτταρα. γαστρικό οξύ. Πεπτικό οξύ που εκκρίνεται από αδένες του στομάχου. γαστρίνη. Ορμόνη που εκκρίνεται από τον στόμαχο κατά την πέψη, αυξάνει τη μυϊκή του δραστηριότητα και διεγείρει την παραγωγή γαστρικού υγρού. γαστρίνωμα. Όγκος που εντοπίζεται συνήθως στο πάγκρεας και εκκρίνει γαστρίνη. Λόγω της προκαλούμενης υπερβολικής οξύτητας στο στομάχι και το δωδεκαδάκτυλο σχετίζεται με πολλαπλά έλκη (σύνδρομο Zollinger-Ellison). γαστρονηστιδοστομία. Χειρουργικά δημιουργούμενη σύνδεση μεταξύ του στομάχου και της νήστιδος (μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου), που παρακάμπτει το δωδεκαδάκτυλο, για να εμποδίσει το γαστρικό οξύ να ερεθίσει ένα έλκος του δωδεκαδακτύλου. γαστροσκόπηση. Εξέταση του εσωτερικού του οισοφάγου, του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου, με τη χρήση ενός ενδοσκοπίου που εισάγεται από το στόμα. γαστροστομία. Χειρουργικά δημιουργούμενο άνοιγμα μέσω των κοιλιακών τοιχωμάτων στο στομάχι, για τοποθέτηση μόνιμου ή προσωρινού σωλήνα διατροφής ή για παροχέτευση ή ενδοσκόπηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτικό οξύ — (α–οξυπροπιονικό οξύ). Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των οξυοξέων· αντιδρά και ως οξύ και ως βάση. Είναι υγρό πυκνόρρευστο, διαλυτό σε νερό, αλκοόλη και αιθέρα. Παράγεται κατά τη γαλακτική ζύμωση της γλυκόζης και του γαλακτοσακχάρου από… …   Dictionary of Greek

  • καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… …   Dictionary of Greek

  • σεκρετίνη — η, Ν βιολ. πολυπεπτιδική πεπτική ορμόνη που εκκρίνεται από τα τοιχώματα τού δωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου, όταν αυτός έρχεται σε επαφή με όξινο γαστρικό υγρό, και η οποία προωθεί την έκκριση χολής στο ήπαρ και προκαλεί την απελευθέρωση υγρού και… …   Dictionary of Greek

  • χλωρυδρία — η, Ν (βιοχ.) η ποσότητα τού χλωρίου που περιέχεται, μετά από ένα σύνηθες γεύμα, στο γαστρικό υγρό υπό τη μορφή υδροχλωρικού οξέος ή χλωριούχων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρία (< υδρος < θ. υδρ τής λ. ὕδωρ*), πρβλ. λειψ… …   Dictionary of Greek

  • χυμοσίνη — και παλ. τ. χυμοζίνη, η, Ν (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών πρωτεϊνασών που απαντά στο γαστρικό υγρό καθώς και σε πεπτικές εκκρίσεις ορισμένων εντομοφάγων φυτών και το οποίο καταλύει τη μετατροπή τού καζεϊνογόνου τού γάλακτος σε αδιάλυτη καζεΐνη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”